- εδελβάϊς
- το эдельвейс
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εδελβάις — και εντελβάις, το διεθνώς κοινή ονομασία του φυτού Λεοντοπόδιο το αλπικό τής οικογένειας Σύνθετα … Dictionary of Greek
ορεόφυτα — (orophytes). Φυτά προσαρμοσμένα σε ορεινό περιβάλλον. Τα διάφορα είδη των φυτών αυτών, είναι προσαρμοσμένα κυρίως σε συνθήκες ψύχους και ξηρασίας, οι οποίες παρατηρούνται όσο ανεβαίνουμε σε ύψος. Τα περισσότερα από τα φυτά αυτά έχουν μόνιμο… … Dictionary of Greek